- αισχροποιία
- αἰσχροποιία, η (Μ) [αἰσχροποιός]η αιδοιολειξία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰσχροποιίᾳ — αἰσχροποιίᾱͅ , αἰσχροποιία fellatio fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροποιίας — αἰσχροποιίᾱς , αἰσχροποιία fellatio fem acc pl αἰσχροποιίᾱς , αἰσχροποιία fellatio fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροποιίαν — αἰσχροποιίᾱν , αἰσχροποιία fellatio fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροποιίαις — αἰσχροποιία fellatio fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροποιός — αἰσχροποιός, όν (Α) 1. αυτός που διαπράττει αίσχη 2. ο αιδοιολείκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + ποιὸς < ποιῶ. ΠΑΡ. αρχ. αἰσχροποιῶ μσν. αἰσχροποιία] … Dictionary of Greek
ԶԱԶՐԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0709 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. αἱσχροποιΐα foeda actio, turpe et flagitiosum facinus Պղծագործութիւն. գործ անարժանութեան մարմնասիրաց, եւ կռապաշտից. գեշութիւն, գարշելի գործք. *Ամաչես ընդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)